- αγείρω
- ἀγείρω (Α)1. (για πρόσωπα, στρατό κ.λπ.) συναθροίζω, συγκεντρώνω, συνάζω2. (για πράγματα) συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω3. συγκεντρώνω κάτι με έρανο ή επαιτεία4. συγκεντρώνω χρήματα για λατρευτικό σκοπό5. συγκεντρώνω επιχειρήματα για μια ομιλία(Μυκην.) γραφή γ΄ εν. ενεστ. a-ke-re.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. < ἀ-γερ-y-ō < ἀ- αθροιστ. + ρίζα γερ- (= συγκεντρώνω), πρβλ. γέρ-γερτα ή γάρ-γαρ-α.ΠΑΡ. αρχ. ἀγερμός, ἄγερσις, ἀγορά, ἄγυρις, ἀγύρτης.ΣΥΝΘ. ὁμηγερής, νεφεληγερέτα, ἱππαγρέτης].
Dictionary of Greek. 2013.